- αλατένιος
- -ια, -ιο [αλάτι]1. ο καμωμένος από αλάτι, αλάτινος2. ο πολύ αρμυρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατένιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι από αλάτι: Είχε μερικά μικροτεχνήματα αλατένια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλινος — (I) ἅλινος, η, ον (Α) [ἅλς] ο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος. (II) ἄλινος, ον (Α) [λίνον] 1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα 2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αλάτινος — η, ο (Α ἁλάτινος, ον) [ἅλας] αυτός που αποτελείται, που συνίσταται από αλάτι, αλατένιος … Dictionary of Greek
αλάτινος, -η — ο αλατένιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)